πισωκάπουλα

πισωκάπουλα
επίρρ. τοπ., στα καπούλια του ζώου: Ο καβαλάρης άρπαξε το παιδί, το κάθισε πισωκάπουλα κι έφυγε καλπάζοντας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πισωκάπουλα — και πισοκάπουλα Ν επίρρ. 1. (για θέση ιππέα) πίσω, στα καπούλια τού υποζυγίου 2. μτφ. με τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + καπούλι + επιρρμ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • πισοκάπουλα — Ν επίρρ. (δ. γρφ.) βλ. πισωκάπουλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”